- σκωλοβάτης
- ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) είδος μικρού σκαθαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τού σκωλοβατίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκωλοβάτης — weevil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek